ανασχηματίζω

ανασχηματίζω
1. σχηματίζω πάλι κάτι κατεστραμμένο, του ξαναδίνω την αρχική του μορφή, ανασυνιστώ
2. μετασχηματίζω, αναμορφώνω, διαμορφώνω κάτι διαφορετικά με πρόθεση να το βελτιώσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανα-* + σχηματίζω.
ΠΑΡ. ανασχηματισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανασχηματίζω — ανασχηματίζω, ανασχημάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασχηματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ξαναφέρνω κάτι στο προηγούμενο σχήμα του: Διάλυσε το παιχνίδι και το ανασχημάτισε κατόπι σε ελάχιστα λεπτά. 2. δίνω σε κάτι νέο σχήμα, μεταρρυθμίζω: Λέγεται ότι πολύ σύντομα η κυβέρνηση θα ανασχηματιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… …   Dictionary of Greek

  • ανασυντάσσω — (Α ἀνασυντάσσω) νεοελλ. συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζω αρχ. τροποποιώ την πολεμική εισφορά …   Dictionary of Greek

  • ανασχηματισμός — ο ανασύνθεση, ανασύσταση, ανασυγκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασχηματίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Μαυρουδή] …   Dictionary of Greek

  • προαναπλάσσω — ΜΑ αναπλάσσω προηγουμένως, ανασχηματίζω από πριν αρχ. επινοώ, εφευρίσκω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προσαναπλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. προσαναπλάττω Α [ἀναπλάσσω] (το ενεργ και το μέσ.) αποδίδω, απονέμω αρχ. 1. ανασχηματίζω, διαμορφώνω κάτι επί πλέον 2. εφευρίσκω, επινοώ κάτι επί πλέον 3. παθ. προσαναπλάσσομαι (για ένδυμα) εφαρμόζω ακριβώς στο σώμα έτσι ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • συναναπλάσσω — ΜΑ αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο αρχ. μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια …   Dictionary of Greek

  • αναδομώ — ( είς, εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”